- ξαναλέω
- iterate
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
ανακυκλώ — (I) ἀνακυκλῶ, ( έω) (ΑΜ) μσν. παθ. ανανεώνομαι, αναζωπυρώνομαι αρχ. 1. περιστρέφω εκ νέου, στριφογυρίζω 2. στριφογυρίζω κάτι στο μυαλό μου, σκέπτομαι 3. (για λόγους) επαναλαμβάνω, λέω και ξαναλέω 4. επανέρχομαι, επιστρέφω σε προηγούμενη θέση ή… … Dictionary of Greek
δευτερώνω — (AM δευτερῶ, όω) 1. κάνω κάτι δεύτερη φορά, επαναλαμβάνω 2. γίνομαι δεύτερη φορά, επαναλαμβάνομαι («θα δευτερώσει το κακό», «τοῡ δευτερῶσαι τὸ ἐνύπνιον φαραὼ δίς») νεοελλ. 1. οργώνω δεύτερη φορά, δευτερίζω 2. αφήνω τον αντίπαλο δεύτερο, τόν… … Dictionary of Greek
επαναλέγω — και ξαναλέ(γ)ω (Α ἐπαναλέγω) ξαναλέω, επαναλαμβάνω για μια ακόμη φορά … Dictionary of Greek
επαναλαμβάνω — και επαναλαβαίνω (Α ἐπαναλαμβάνω, Μ και ἐπαναλαβαίνω) 1. λέω ή κάνω κάτι για μια ακόμη φορά («τό επανέλαβα τρεις φορές ώσπου να τό καταλάβει») 2. λέω ή κάνω αυτό που είπε ή έκανε κάποιος άλλος, ξαναλέω, ξανακάνω νεοελλ. διαβάζω πολλές φορές ένα… … Dictionary of Greek
επαναλογώ — ἐπαναλογῶ, έω (Α) επαναλέγω, ξαναλέω … Dictionary of Greek
καινουργώ — και καινουργώνω και καινουργιώνω (AM καινουργῶ, έω, Μ και καινουργώνω και καινουργιώνω) [καινουργός] 1. κατασκευάζω κάτι εκ νέου 2. επιχειρώ, αρχίζω ή σχεδιάζω κάτι καινούργιο («ἢν τύχωσι περὶ τὴν ἡμέρην ταύτην τι κεκαι νουργηκότες», Ιπποκρ.)… … Dictionary of Greek
καταμασώ — καταμασῶ (Μ) εξετάζω επανειλημμένα, λέω και ξαναλέω, συζητώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μασῶ (πρβλ. ανα μασώ με τη σημ. «επαναλαμβάνω τα ίδια και τα ίδια»)] … Dictionary of Greek
μεταλέγω — και ματαλέγω (ΑM μεταλέγω, Μ και ματαλέγω) επαναλαμβάνω, ξαναλέω … Dictionary of Greek
ξαναλέγω — και ξαναλέω (Μ ξαναλέγω) 1. λέγω κάτι για δεύτερη ή για πολλοστή φορά, ξεστομίζω πάλι, επαναλαμβάνω 2. ανταπαντώ, αποκρίνομαι πάλι νεοελλ. φρ. «τά ξαναλέμε» συνεχίζουμε τη συζήτηση … Dictionary of Greek
επαναλαμβάνω — επανέλαβα και επανάλαβα, επαναλήφτηκα, επανειλημμένος, μτβ. 1. αναλαμβάνω κάτι ξανά: Επανέλαβα τα καθήκοντά μου. 2. λέω ή πράττω ξανά, ξαναλέω, ξανακάνω: Επαναλαμβάνει τα ίδια. 3. λέω ή πράττω ό,τι κάποιος άλλος είπε ή έπραξε: Επανέλαβε όσα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ματα- — α΄ συνθετικό ρημάτων: Ματαλέω, ματαρωτώ (αντί ξαναλέω, ξαναρωτώ) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)